Αγοραφοβία
Τα άτομα με αγοραφοβία εκδηλώνουν δυσανάλογο άγχος για καταστάσεις από τις οποίες αισθάνονται ότι δεν μπορούν εύκολα να διαφύγουν σε περίπτωση που εμφανίσουν συμπτώματα πανικού, συμπτώματα ανικανότητας (π.χ. αίσθηση λιποθυμίας) ή συμπτώματα που θα τους ντροπιάσουν (π.χ. φόβος απώλειας ελέγχου, φόβος ακράτειας). Έτσι εμφανίζουν συμπτώματα άγχους όταν είναι μακριά από το σπίτι τους, στα μέσα μαζικής μεταφοράς, σε κλειστούς χώρους (π.χ. μαγαζιά, θέατρα, κινηματογράφοι), μέσα στο πλήθος και σε ανοιχτούς χώρους (π.χ. χώροι στάθμευσης, αγορές).
Κοινά χαρακτηριστικά των παραπάνω καταστάσεων αποτελούν η απομάκρυνση από το σπίτι, ο συνωστισμός, ο περιορισμός και η αίσθηση ότι το άτομο δεν μπορεί να εγκαταλείψει ξαφνικά αυτές τις καταστάσεις χωρίς να προσελκύσει την προσοχή των άλλων.
Σταδιακά το άτομο αποφεύγει όλο και περισσότερες καταστάσεις μέχρις του σημείου να αποκλειστεί ουσιαστικά εντός του σπιτιού. Οι καταστάσεις αυτές αποφεύγονται ενεργά, αν και κάποια άτομα καταφέρνουν να έρθουν αντιμέτωπα με τις καταστάσεις που τα φοβίζουν με τη βοήθεια ενός προσώπου εμπιστοσύνης ή ακόμα και με την παρουσία ενός ζώου.
Τυπικά το πρώτο επεισόδιο συμβαίνει ενώ το άτομο βρίσκεται σε ένα μέσο μεταφοράς ή ψωνίζει σε ένα πολυκατάστημα γεμάτο κόσμο. Ξαφνικά αισθάνεται υπερβολικό άγχος χωρίς να κατανοεί το λόγο, ταχυκαρδία, αίσθημα λιποθυμίας και αίσθημα απώλειας ελέγχου.
Προκειμένου να αντιμετωπίσει αυτή τη δυσφορική κατάσταση, τρέπεται σε φυγή και πηγαίνει σπίτι του ή σε κάποιο νοσοκομείο όπου σύντομα ανακουφίζεται.
Όταν έρχεται ξανά αντιμέτωπο με την ίδια ή παρόμοια κατάσταση προσπαθεί να διαφύγει και έτσι αναπτύσσεται ένας φαύλος κύκλος άγχους και αποφυγής που επεκτείνεται σε ένα ευρύ φάσμα καταστάσεων.
Τα άτομα γίνονται όλο και περισσότερο εξαρτημένα από τους οικείους τους για τη διεκπεραίωση των υποχρεώσεων τους όπως τα ψώνια. Οι απαιτήσεις από τους άλλους προκαλούν συγκρούσεις ενώ άλλες φορές το περιβάλλον εμπλέκεται υπερβολικά στην καθημερινότητα του ασθενή και ενισχύει τις συμπεριφορές αποφυγής.
Διαταραχή άγχους ασθένειας (Υποχονδρίαση)
Πρόκειται για μία διαταραχή που αναφέρεται στην έμμονη ενασχόληση του ατόμου με την ιδέα ότι έχει κάποια σοβαρή ασθένεια. Το άτομο δεν παρουσιάζει σωματικά συμπτώματα ή παρουσιάζει ασαφή συμπτώματα ήπιας έντασης. Ως αποτέλεσμα εκδηλώνει υψηλά επίπεδα άγχους για την υγεία του και υπερβολικές συμπεριφορές (π.χ. έλεγχος του σώματος για σημάδια ασθένειας, συνεχείς επισκέψεις σε γιατρούς). Εναλλακτικά κάποιοι ασθενείς, παρά το άγχος τους, επιδεικνύουν αποφυγή ερεθισμάτων που θυμίζουν την ασθένεια (αποφεύγουν τα ραντεβού με γιατρούς, τα νοσοκομεία, τις επισκέψεις σε ασθενείς).
Η ενασχόληση δεν αφορά αυτά καθαυτά τα συμπτώματα, αλλά την αιτιολογία και τη σημασία τους, δηλαδή την πιθανή σοβαρή πάθηση στην οποία οφείλονται. Αν υπάρχει κάποιο «σύμπτωμα», συνήθως πρόκειται για κάποια φυσιολογική σωματική αίσθηση (π.χ. ορθοστατική ζάλη), κάποια αβλαβή δυσλειτουργία (π.χ. παροδικές εμβοές) ή για μία δυσάρεστη σωματική αίσθηση που δεν θεωρείται ενδεικτική κάποιας σωματικής πάθησης (π.χ. ερυγές).
Το άτομο μπορεί να τρομάζει όταν διαβάζει ή ακούει κάτι σχετικό με σωματικές παθήσεις, όταν κάποιος γνωστός του αρρωσταίνει, από την παρατήρηση του σώματός του και από αισθήσεις που προέρχονται από αυτό.
Ο αβάσιμος φόβος και η ενασχόληση επιμένουν παρά τις ιατρικές διαβεβαιώσεις, τις αρνητικές ιατρικές εξετάσεις ή την καλή πορεία των “συμπτωμάτων”. Οι διαβεβαιώσεις μπορεί να αναζητούνται και από συγγενείς ή φίλους (με αποτέλεσμα σοβαρή διατάραξη της οικογενειακής και κοινωνικής ζωής) ή από το Διαδίκτυο και συχνά μπορεί να έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα. Η ενασχόληση με την υγεία μπορεί να αναχθεί σε κεντρικό χαρακτηριστικό της ταυτότητας του ατόμου, συχνό αντικείμενο συζητήσεων και να καταστεί η χαρακτηριστική απάντηση του ατόμου σε στρεσογόνα γεγονότα.
Όταν παρατηρείται αναζήτηση ιατρικής φροντίδας πολλές φορές το άτομο νιώθει ότι δε λαμβάνει την κατάλληλη ιατρική φροντίδα και συχνά απευθύνεται παράλληλα ή διαδοχικά σε διάφορους ειδικούς υγείας αρνούμενο πεισματικά την παραπομπή σε ειδικούς ψυχικής υγείας. Συχνά παρατηρείται πρόβλημα στη σχέση γιατρού – ασθενούς, αλλά και επιπλοκές από τις επαναλαμβανόμενες διαγνωστικές διαδικασίες που εμπεριέχουν κάποιο βαθμό κινδύνου, αλλά και μεγάλο οικονομικό κόστος. Σε άλλες περιπτώσεις, όταν τυγχάνουν ιατρικής προσοχής εμφανίζεται μία παράδοξη αύξηση του άγχους. Ωστόσο είναι γεγονός ότι επειδή τα άτομα αυτά έχουν ένα ιστορικό πολλαπλών αιτιάσεων χωρίς ξεκάθαρο σωματικό υπόβαθρό συχνά υπόκεινται σε βιαστικές ιατρικές εξετάσεις και μπορεί να μην ανιχνευθεί μία πραγματική σωματική πάθηση.
Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή

Η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή χαρακτηρίζεται από ιδεοληψίες και καταναγκαστικές συμπεριφορές που συνοδεύονται από άγχος και άλλα δυσφορικά συναισθήματα.
Με τον όρο ιδεοληψίες αναφερόμαστε σε σκέψεις, εικόνες ή παρορμήσεις που εισβάλλουν βίαια και επαναλαμβανόμενα, κόντρα στη θέληση του ατόμου. Βιώνονται συνήθως ως ανεπιθύμητες, απαράδεκτες, παρείσακτες, υπερβολικές και παράλογες και για το λόγο αυτό προκαλούν έντονο άγχος και ενόχληση και κινητοποιούν μια προσπάθεια του ατόμου να τις αγνοήσει, να τις ελέγξει και να τις εξουδετερώσει. Η προσπάθεια αυτή αποδεικνύεται τελικά άκαρπη και συμβάλλει στην ενίσχυση του προβλήματος.
Οι ψυχαναγκασμοί αναφέρονται σε επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές (π.χ. πλύσιμο χεριών, έλεγχος διακόπτη) ή νοερές πράξεις (π.χ. προσευχές, επανάληψη λέξεων) που εκτελούνται ως απάντηση σε μια ιδεοληψία, με σκοπό να μειωθεί το άγχος και να αποτραπεί μια αρνητική εξέλιξη (π.χ. να πάρει φωτιά το σπίτι, να μολυνθεί από κάποιο μικρόβιο).
Πολλές φορές οι ψυχαναγκασμοί κινητοποιούνται από την ανάγκη του ατόμου να υπακούσει αυστηρά σε αυθαίρετους και συγκεκριμένους κανόνες ή τελετουργικά.
Ωστόσο οι ψυχαναγκαστικές συμπεριφορές δε συνδέονται ρεαλιστικά με αυτό για το οποίο έχουν σχεδιαστεί να εξουδετερώσουν ή να αποτρέψουν ή είναι σαφώς υπερβολικές.
Το περιεχόμενο των ιδεοληψιών και το είδος των αντίστοιχων ψυχαναγκασμών περιλαμβάνει θέματα μόλυνσης (π.χ. σκέψεις ότι θα μολυνθεί ή θα κολλήσει κάποια ασθένεια χρησιμοποιώντας το πόμολο μιας πόρτας που ακολουθούνται από συμπεριφορές επαναλαμβανόμενου πλυσίματος των χεριών), θέματα επιθετικότητας (π.χ. σκέψεις ότι θα χάσει τον έλεγχο και θα επιτεθεί λεκτικά ή σωματικά σε άλλους ή θα βλάψει άλλους μέσω των παραλήψεων του που ακολουθούνται από συμπεριφορές αποφυγής και ελέγχου), σεξουαλικά θέματα (π.χ. εικόνες ή παρορμήσεις σεξουαλικών πράξεων που δε συνάδουν με την προσωπικότητα του ασθενή), θέματα συμμετρίας και τάξης (π.χ. ανάγκη για συγκεκριμένη «σωστή» διάταξη των πραγμάτων ανάλογα με προκαθορισμένους κανόνες), θέματα αμφιβολίας για τελεσθείσες πράξεις (π.χ. σκέψεις ότι ξέχασε ηλεκτρικές συσκευές σε λειτουργία ή άφησε ανοιχτή την πόρτα που συνοδεύονται από συμπεριφορές επανειλημμένων ελέγχων) και πολλά άλλα θέματα. Τέλος πολλοί ασθενείς ταλαιπωρούνται από την ανάγκη που νιώθουν να εκτελέσουν ανούσιες φαινομενικά συμπεριφορές σύμφωνα με ένα τελετουργικό, και αισθάνονται ότι η μη εκτέλεση τους με το «σωστό» τρόπο μπορεί να προκαλέσει αρνητικές συνέπειες (π.χ. στην υγεία τους) με ένα «μαγικό» τρόπο.
Τέτοιες σκέψεις παρουσιάζουν πολλοί άνθρωποι ειδικά σε περιόδους άγχους ή κατάθλιψης. Αυτό που χαρακτηρίζει τις ιδεοληψίες και τους ψυχαναγκασμούς στην ιδεοψυχανγκαστική διαταραχή είναι η συχνότητα και ο χρόνος που καταλαμβάνουν στη ζωή του ασθενούς, η σημαντική ενόχληση και η έκπτωση της λειτουργικότητας που προκαλούν.
Σεξουαλικές Δυσλειτουργίες

Η κατανόηση του όρου «σεξουαλική υγεία» διαμορφώθηκε εν μέρει από πολιτικά, κοινωνικά και ιστορικά γεγονότα, όπως η σεξουαλική επανάσταση του ’60. Ορίζεται ως η πληρότητα των σωματικών, συναισθηματικών, πνευματικών και κοινωνικών θεμάτων της σεξουαλικής ύπαρξης, με τρόπο που να εμπλουτίζουν θετικά και να διευκολύνουν την προσωπικότητα, την επικοινωνία και την αγάπη. Σεξουαλική υγεία είναι η εμπειρία της σωματικής, ψυχολογικής και κοινωνικο-πολιτισμικής ευεξίας η οποία σχετίζεται με τη σεξουαλικότητα. Η φυσιολογία της σεξουαλικής λειτουργίας αποτελείται από τρία διαδοχικά στάδια. Ο σεξουαλικός ερεθισμός προκαλεί μια σειρά από διαδοχικές μεταβολές στον οργανισμό και τα γεννητικά όργανα που ξεκινούν από τη σεξουαλική επιθυμία, ακολουθούνται από τη σεξουαλική διέγερση και ολοκληρώνονται με τον οργασμό.
Ως σεξουαλική δυσλειτουργία ορίζεται μια διαταραχή στον κύκλο της σεξουαλικής ανταπόκρισης σε ένα ή περισσότερα από τα παραπάνω στάδια. Οι δυσλειτουργίες μπορεί να υπάρχουν δια βίου ή να είναι επίκτητης μορφής (αναπτύσσονται μετά από περίοδο φυσιολογικής λειτουργικότητας), μπορεί να είναι γενικευμένης ή καταστασιακής μορφής (εμφανίζονται με ένα συγκεκριμένο ερωτικό σύντροφο ή σε ειδικές περιστάσεις). Τέλος, μπορεί να οφείλονται σε ψυχολογικούς ή σωματικούς παράγοντες ή σε συνδυασμό αυτών.
Σωματοδυσμορφική Διαταραχή

Οι ασθενείς με σωματοδυσμορφική διαταραχή είναι πεπεισμένοι ότι κάποιο μέρος του σώματος τους παρουσιάζει αισθητικά ελαττώματα ή ατέλειες και απασχολούνται με αυτή τη σκέψη εμμονικά. Το «πρόβλημα» αυτό στην εξωτερική τους εμφάνιση είτε είναι φανταστικό είτε δεν είναι παρατηρήσιμο ή φαίνεται ασήμαντο στους άλλους. Οι ασθενείς εμφανίζουν επαναληπτικές συμπεριφορές (π.χ. έλεγχος του εαυτού στον καθρέφτη, υπερβολική περιποίηση, αναζήτηση επιβεβαίωσης) ή νοερές πράξεις (π.χ. σύγκριση της εμφάνισης με άλλους) για να μειώσουν την ανησυχία για την εμφάνιση.
Τα συμπτώματα μπορεί να αφορούν το πρόσωπο ή το κεφάλι (απώλεια τριχών, ακμή, σημάδια, υπερβολική τριχοφυΐα, μέγεθος – σχήμα χαρακτηριστικών προσώπου κλπ.), αν και οποιοδήποτε σημείο του σώματος μπορεί να αποτελέσει το επίκεντρο της ανησυχίας του ατόμου.
Συχνά το σύμπτωμα είναι πολύ συγκεκριμένο (π.χ. μεγάλη μύτη), αλλά μερικές φορές είναι ασαφές (π.χ. «πεσμένο» πρόσωπο). Ορισμένα άτομα με σωματοδυσμορφική διαταραχή αποφεύγουν να περιγράψουν τα ελαττώματά τους εξαιτίας της ντροπής που νιώθουν για αυτά. Τα περισσότερα άτομα βιώνουν έντονη δυσφορία, περιγράφουν την ενασχόλησή με τα ελαττώματά τους ως βασανιστική και δυσκολεύονται να την ελέγξουν.
Ως αποτέλεσμα συχνά περνούν αρκετές ώρες της ημέρας αναλογιζόμενοι το ελάττωμά τους. Οι χαρακτηριστικές συμπεριφορές περιλαμβάνουν την παρατήρηση του συμπτώματος σε καθρέφτες ή άλλες ανακλαστικές επιφάνειες, ενώ κάποιοι χρησιμοποιούν ειδικό φωτισμό, μεγεθυντικούς φακούς κλπ. Σε άλλες περιπτώσεις το άτομο αποφεύγει να κοιτάζεται σε καθρέφτες και συχνά καλύπτει τους καθρέφτες ή τους απομακρύνει από το περιβάλλον του. Είναι δυνατόν να παρατηρηθεί υπερβολική ενασχόληση με συμπεριφορές αυτοπεριποίησης, συχνοί έλεγχοι και αναζήτηση διαβεβαιώσεων για το ελάττωμα. Το άτομο συχνά συγκρίνει το ελαττωματικό σημείο του σώματός τους με το αντίστοιχο σημείο άλλων ανθρώπων και προβαίνει σε προσπάθειες συγκάλυψής του. Η αποφυγή των συνηθισμένων δραστηριοτήτων μπορεί να οδηγήσει σε κοινωνική απομόνωση, ενώ σε σοβαρότερες περιπτώσεις το άτομο βγαίνει από το σπίτι του μόνο τα βράδια ή καθόλου.
Θεωρούν ότι τα ελαττώματα στην εξωτερική τους εμφάνιση γίνονται αντιληπτά από τους άλλους και αποτελούν αιτία κριτικής, σχολίων και απόρριψης. Αποδίδουν τις προσωπικές τους δυσκολίες και αποτυχίες στον εργασιακό, κοινωνικό και ερωτικό τομέα στην εξωτερική τους εμφάνιση. Για τους λόγους αυτούς αναζητούν λύση στο πρόβλημα τους επισκεπτόμενοι πλαστικούς χειρουργούς, δερματολόγους και οδοντιάτρους.
Ωστόσο σπάνια μένουν ικανοποιημένοι από τις αισθητικές επεμβάσεις με αποτέλεσμα η δυσφορία τους να αυξάνεται.
Ένας ειδικός υπότυπος (με μυϊκή δυσμορφία) αυτής της διαταραχής αφορά άτομα (συνήθως άνδρες) που απασχολούνται με την ιδέα ότι η διάπλαση του σώματός τους είναι υπερβολικά μικρή ή ανεπαρκώς μυώδης. Ως συνέπεια προσπαθούν να αυξήσουν το μυϊκό τους όγκο με έντονη γυμναστική, ειδική διατροφή και χρήση αναβολικών.